-
1 οργανισμός
[организмос] ουσ. а. организм, организация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οργανισμός
-
2 организация
организацияж1. (действие) ἡ ὁργάνωσης [-ις], ἡ διοργάνωση, ἡ συγκρότηση:\организация труда ἡ ὁργάνωση τής ἐργασίας·2. (учреждение) ἡ ὁργάνωση, ὁ ὁργανισμός:партийная \организация ἡ κομματική ὀργάνωση· комсомо́льская \организация ἡ ὁργάνωση τοῦ Κομ-σομόλ· международная \организация ἡ διεθνής ὁργάνωση, ὁ διεθνής ὁργανισμός· Организация Объединенных Наций (ООН) ὁ 'Οργανισμός τῶν Ηνωμένων Έθνῶν (ΟΗΕ)· массовая \организация ἡ μαζική ὁργάνωση·3. (сложение человека) ὁ ὁργανισμός, ἡ ἰδιοσυγκρασία, ἡ κρᾶσις:человек слабой \организацияии ἄνθρωπος μέ ἀδύνατη κράση, ἄνθρωπος μέ ἀσθενή ὁργανισμό. -
3 организм
-а ά. οργανισμός•развитие организм -а ανάπτυξη του οργανισμού•
животный организм ζωικός οργανισμός•
растительный организм φυτικός οργανισμός•
крепкий организм γερός οργανισμός.
|| μηχανισμός•государственный -κρατικός μηχανισμός.
-
4 организация
1. (действие) η οργάνωση, η ίδρυση, η εγκαθίδρυση 2. (объединение, учреждение) το ίδρυμα, το καθίδρυμα, ο οργανισμόςгосударственная - ο κρατικός οργανισμός/φορέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > организация
-
5 организм
организмм ὁ ὁργανισμός:растительный \организм ὁ φυτικός ὁργανισμός· животный \организм ὁ ὁργανισμός ΐῶν ζώων. -
6 инспекция I.см. инспектирование
2. (уч-реждение, организация) το ίδρυμα/ο οργανισμός εποπτείας/επιθεώρησηςτο επο-πτεύον ίδρυμα, ο εποπτεύων οργανισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > инспекция I.см. инспектирование
-
7 учреждение
1. (создание, основание чего-л.) η ίδρυση, η σύσταση 2. (организация, ведающая какой-л. областью хозяйства, торговли и т.п.) το ίδρυμα, η υπηρεσία, το καθίδρυμα, το όργανο, ο οργανισμόςгосударственное - η δημόσια υπηρεσία, κρατικό/δημόσιο -3. (учебное) ο εκπαιδευτικός οργανισμός, το εκπαιδευτήριο, το εκπαιδευτικό ίδρυμαдошкольное - το βρεφονηπιαγωγείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учреждение
-
8 НАТО
НАТО Ν.Α.Τ.Ο. (о Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου)* * *Ν.Α.Τ.Ο. (ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου) -
9 ООН
ООН (Организация Объединённых - Наций) О.Н.Е. ( Οργανισμός των Ηνωμένων (или Ενωμένων) Εθνών)* * *(Организа́ция Объединённых На́ций) О.Н.Е. (Οργανισμός ООН των Ηνωμένων ( или Ενωμένων) Εθνών) -
10 организация
организация ж 1) (основание) η οργάνωση, η διοργάνωση 2) (объединение) η οργάνωση, ο οργανισμός· партийная \организация η κομματική οργάνωση· комсомольская \организация η οργάνωση του Κομσομόλпрофсоюзная \организация η συνδικαλιστική οργάνωση* * *ж1) ( основание) η οργάνωση, η διοργάνωση2) ( объединение) η οργάνωση, ο οργανισμόςпарти́йная организа́ция — η κομματική οργάνωση
комсомо́льская организа́ция — η οργάνωση του Κομσομόλ
профсою́зная организа́ция — η συνδικαλιστική οργάνωση
-
11 организм
-
12 натура
-ы θ.1. παλ. βλ. природа (1 σημ.).2. παλ. βασική ιδιότητα, ουσία.3. χαράκτηρας, ήθος ιδιοσυγκρασία, φύση. || ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινη φύση•крепкая γερός οργανισμός.
4. πραγματικότητα, φύση•в -е таких зверей не бывает στην πραγματικότητα τέτοια θηρία όεν υπάρχουν.
5. (Τέχνη)• η ζωντανή φύση•рисовать с -ы ζωγραφίζω άμεσα από τη φύση.
|| βλ. натуршик, -ца. || (κινημτγ.) φυσικό περιβάλλον.6. είδος, προϊόν (αντί χρημάτων).εκφρ.в -е вещей – βλ. στη λ. природа• вторая натура δεύτερη φύση•привычка – вторая натура – η έξη (συνήθεια) είναι δεύτερη φύση•быть ή стоять на -е – ποζάρω (στο ζωγράφο). -
13 ВМО
(Всемирная метеорологическая организация) о Παγκόσμιος μετεωρολογικός οργανισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ВМО
-
14 ИСО
(Международная организация по стандартизации) о Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ΔΟΤ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ИСО
-
15 нация
το έθν/οςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нация
-
16 содружество
1. (союз) η συνεργασίαη κοινοπραξία2. (общество, объединение) η ένωση, ο οργανισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > содружество
-
17 крепкий
креп||кийприл1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:\крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:\крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·3. (насыщенный) δυνατός:\крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα. -
18 нация
нацияж τό Εθνος:Объединенные Нации τά Ηνωμένα 'Εθνη· Организация Объединенных Наций ὁ 'Οργανισμός τῶν 'Ηνωμένων "Εθνών. -
19 ООН
ООН(Организация Объединенных Наций) ὁ ОНЕ (ό 'Οργανισμός τῶν 'Ηνωμένων Έθνῶν). -
20 человеческий
человеч||ескийприл1. ἀνθρώπινος, ἀνθρωπινός:\человеческий организм ὁ ἀνθρώπινος ὁργανισμός· жить в \человеческийеских условиях ζῶ σέ ἀνθρωπινές συνθήκες·2. см. человечный, \человеческийество с ἡ ἀνθρωπότητα [-ης]:прогрессивное \человеческийество ἡ προοδευτική ἀνθρωπότητα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οργανισμός — Έμβριο ον στα μορφολειτουργικά χαρακτηριστικά του. Κάθε ο. αποτελείται από ένα άθροισμα μερών και λειτουργιών που αλληλοσυμπληρώνονται. Με την έννοια του ο. συνδέεται και εκείνη της ζωϊκής δυναμικής με τις διάφορες όψεις της αύξησης και της… … Dictionary of Greek
Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών — (Organization of American States, OAS). Ιδρύθηκε με βάση τη διαμερικανική συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας που υπογράφηκε στο Ρίο ντε Τζαανέιρο το 1947. Μέχρι το 1992 είχαν προσχωρήσει στον O.A.K. 35 κράτη μεταξύ των οποίων: Αϊτή, Αργεντινή, Βενεζουέλα … Dictionary of Greek
οργανισμός — ο 1. το σύνολο των οργάνων που βοηθούν στη λειτουργία της ζωής των ζωντανών όντων: Έχει ευαίσθητο οργανισμό. – Μικροσκοπικοί οργανισμοί. – Θαλάσσιοι οργανισμοί. 2. το σύνολο των διατάξεων που ρυθμίζουν τη λειτουργία κάποιας υπηρεσίας: Οργανισμός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος — Строительство новой линии Коринф Патры Организация железных дорог Греции (греч. Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδας) национальная железнодорожная компания Греции, обслуживающая большинство железных дорог в Греции. Организована в 1971 году, в Афинах.… … Википедия
αυτότροφος οργανισμός — Οργανισμός που δεν του χρειάζεται να παίρνει οργανικά συστατικά από εξωτερικές πηγές, επειδή μπορεί να κατασκευάζει τα απαραίτητα γι’ αυτόν οργανικά συστατικά από ανόργανα υλικά. Τα περισσότερα φυτά που περιέχουν χλωροφύλλη είναι α.ο. Τα φυτά… … Dictionary of Greek
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών — Βλ. λ. OHE … Dictionary of Greek
Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης — Βλ. λ. ΟΟΣΑ … Dictionary of Greek
Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού — (EOT). Αυτοτελές πρόσωπο δημοσίου δικαίου με έδρα την Αθήνα. Συστήθηκε με το διάταγμα της 23ης Μαρτίου 1929, αλλά καταργήθηκε το 1936 από τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος ίδρυσε αυτόνομο υπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Επανασυστάθηκε το 1950, μετά την… … Dictionary of Greek
ευκαρυωτικός οργανισμός — Ο οργανισμός του οποίου τα κύτταρα παρουσιάζουν την οργάνωση και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που είναι κοινά στους ανώτερους οργανισμούς. Ειδικότερα, ένα ευκαρυωτικό κύτταρο πρέπει να παρουσιάζει πυρήνα ο οποίος να περικλείεται από διπλή… … Dictionary of Greek
γονοχωριστικός οργανισμός — Είδος που περιλαμβάνει άτομα με διακριτές αρσενικές και θηλυκές γονάδες … Dictionary of Greek
ετερόζυγος οργανισμός — Είναι το υβρίδιο που προέρχεται από την ένωση δύο γαμετών με διαφορετική γονοτυπική σύσταση (παραδείγματος χάριν άνθος κόκκινο και άνθος λευκό). Φέρει δύο διαφορετικά αλληλόμορφα γονίδια στις δύο αντίστοιχες θέσεις ενός ζεύγους ομολόγων… … Dictionary of Greek